- σχοινάδικο
- και σκοινάδικο, το, Νκατάστημα κατασκευής ή πώλησης σχοινιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινάς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατ-άδικο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοινάδικο — το, Ν βλ. σχοινάδικο … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκείο — το, Ν εργοστάσιο κατασκευής σχοινιών, σχοινάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοπλόκος. Η λ., στον λόγιο τ. σχοινοπλοκεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek